- χουρμάς
- ο(λ. τουρκ.), ο καρπός της χουρμαδιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουρμάς — και κουρμάς, ο, Ν ο καρπός τής χουρμαδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hurma] … Dictionary of Greek
ταμάρινδος — Φυτό της οικογένειας των καισαλπινιδών, της τάξης των λεγκουμινωδών (δικοτυλήδονα). Είναι δέντρο μεγαλοπρεπές με θολωτή και ευλύγιστη κόμη. Ψηλό έως 30 μ., έχει φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή, σύνθετα από 10 20 ζεύγη φυλλάρια, ωοειδή ελλειψοειδή … Dictionary of Greek
βόρασσος — ο (Α βόρασσος) νεοελλ. γένος φοινίκων της τροπικής Ασίας και Αφρικής αρχ. ο καρπός του φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής, πιθ. σημιτικής ή αιγυπτιακής προελεύσεως (πρβλ. αραβ. bosr «άγουρος χουρμάς»)] … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
καρυωτός — καρυωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα καρύου 2. φρ. α) «καρυωτός φοίνιξ» ο καρπός τής χουρμαδιάς, ο χουρμάς β) «φιάλη καρυωτή» φιάλη που έχει στο κάτω μέρος στηρίγματα με σχήμα καρυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ωτός (πρβλ. ραβδ ωτός, συκ… … Dictionary of Greek
καρυώτις — καρυῶτις, ἡ (Α) ο καρπός τής χουρμαδιάς, ο χουρμάς … Dictionary of Greek
κουρμάς — (μέσα 17ου – αρχές 18ου αι.). Αρματολός από τη Δωρίδα. Έδρασε από το 1680 έως το 1710. Με την ανδρεία και τον ηρωισμό του επιβλήθηκε στους Τούρκους και τους εμπόδισε να καταλάβουν την επαρχία του. Είχε συνεργαστεί με τους Ενετούς και, όταν αυτοί… … Dictionary of Greek
λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… … Dictionary of Greek
πάλμη — (I) πάλμη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γέρρον», μικρή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palma, ποιητ. τ. τού parma «ασπίδα»]. (II) πάλμη, ἡ (Α) ο καρπός τής χουρμαδιάς, ο χουρμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palma «φοίνικας, φοινικοβάλανος»] … Dictionary of Greek
σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] … Dictionary of Greek